- νυμφόληπτος
- νυμφόληπτοςcaught by nymphsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφόληπτος — η, ο (Α νυμφόληπτος, η, ον) 1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες 2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.… … Dictionary of Greek
νυμφόληπτον — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem acc sg νυμφόληπτος caught by nymphs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφολήπτοις — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφολήπτου — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφολήπτους — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφόληπτοι — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοληψία — νυμφοληψία, ἡ (Α) [νυμφόληπτος] το να κυριεύεται το σώμα η ψυχή και το πνεύμα κάποιου από τις Νύμφες … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek